ορνιθοσκοπος

ορνιθοσκοπος
    ὀρνιθοσκόπος
    ὀρνῑθο-σκόπος
    2
    птицегадательский, предназначенный для птицегадателя
    

(θᾶκος Soph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ορνιθοσκοπος" в других словарях:

  • ορνιθοσκόπος — ὀρνιθοσκόπος, ον (Α) 1. αυτός που προφητεύει το μέλλον από την παρατήρηση τού πετάγματος ή τής κραυγής τών πτηνών 2. φρ. «θᾱκος ὀρνιθοσκόπον» εδώλιο ορνιθοσκόπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + σκόπος (< σκοπῶ), πρβλ. οιωνο σκόπος] …   Dictionary of Greek

  • ὀρνιθοσκόπος — ὀρνῑθοσκόπος , ὀρνιθοσκόπος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρνιθοσκόποις — ὀρνιθόσκοπος observing and predicting by the flight and cries of birds masc/fem/neut dat pl ὀρνῑθοσκόποις , ὀρνιθοσκόπος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρνιθοσκόπου — ὀρνιθόσκοπος observing and predicting by the flight and cries of birds masc/fem/neut gen sg ὀρνῑθοσκόπου , ὀρνιθοσκόπος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρνιθοσκόπους — ὀρνιθόσκοπος observing and predicting by the flight and cries of birds masc/fem acc pl ὀρνῑθοσκόπους , ὀρνιθοσκόπος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρνιθοσκόπων — ὀρνιθόσκοπος observing and predicting by the flight and cries of birds masc/fem/neut gen pl ὀρνῑθοσκόπων , ὀρνιθοσκόπος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρνιθοσκόπον — ὀρνῑθοσκόπον , ὀρνιθοσκόπος masc/fem acc sg ὀρνῑθοσκόπον , ὀρνιθοσκόπος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… …   Dictionary of Greek

  • ορνιθοσκοπία — ὀρνιθοσκοπία, ἡ (Α) [ορνιθοσκόπος] πρόβλεψη τού μέλλοντος από την παρατήρηση τού πετάγματος ή τής κραυγής πτηνών, ορνιθομαντεία …   Dictionary of Greek

  • ορνιθοσκοπούμαι — ὀρνιθοσκοποῡμαι, έομαι (Α) [ορνιθοσκόπος] προφητεύω το μέλλον από την παρατήρηση τού πετάγματος ή τής κραυγής τών πτηνών …   Dictionary of Greek

  • όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»